- ομόπατρος
- ὁμόπατρος, -ον (Α)αδελφός ή αδελφή από τον ίδιο πατέρα, ομοπάτριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + πατήρ, πατρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱՀԱՅՐ — (հարք.) NBH 2 0016 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 10c, 13c ա. ὀμόπατρος, ὀμόπατριος eiusdem patris (filius), germanus (frater). Միոյ հօր զաւակ. հարազատք ʼի նոյն հօրէ. մէկ հօրմէ. ... *Վաղենտինիանոս մանուկ համահայր. Սոկր.: *Զիա՞րդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)